- ξηροφθαλμία
- η мед. ксерофталмия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ξηροφθαλμία — ξηροφθαλμίᾱ , ξηροφθαλμία inflammation of the eyelids fem nom/voc/acc dual ξηροφθαλμίᾱ , ξηροφθαλμία inflammation of the eyelids fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροφθαλμία — η (Α ξηροφθαλμία) νεοελλ. ιατρ. παθολογική κατάσταση κατά την οποία παρατηρείται κερατινοποίηση και ξήρανση τού επιπεφυκότα και τού κερατοειδούς, λόγω απόφραξης τών δακρυϊκών πόρων ή αβιταμίνωσης Α, και μπορεί να προκαλέσει σοβαρή ή και πλήρη… … Dictionary of Greek
ξηροφθαλμίας — ξηροφθαλμίᾱς , ξηροφθαλμία inflammation of the eyelids fem acc pl ξηροφθαλμίᾱς , ξηροφθαλμία inflammation of the eyelids fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξηροφθαλμίαν — ξηροφθαλμίᾱν , ξηροφθαλμία inflammation of the eyelids fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek
Xerophthalmia — Classification and external resources ICD 10 E50.6 E50.7 ICD 9 … Wikipedia
ξηρόφθαλμος — ξηρόφθαλμος, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από ξηροφθαλμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + όφθαλμός (< οφθαλμός), πρβλ. υγρ όφθαλμος] … Dictionary of Greek
καροτίνιο — Χρωστική ουσία της ομάδας των καροτινοειδών με πορτοκαλοκίτρινο χρώμα. Βρίσκεται στα φυτά (κυρίως στα καρότα) και στα ζώα (στη λέκιθο του αβγού, στο όστρακο των μαλακίων κ.ά.). Το συνηθισμένο κ. είναι μείγμα τριών ισομερών υδρογονανθρακικών… … Dictionary of Greek